- πάννος
- ο / πάννος ΝΑνεοελλ.1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία τού τραχώματος2. φρ. «αρθρικός πάννος»ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που σχηματίζεται στις αρθρώσεις υποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες αρθρικές επιφάνειεςαρχ.πανί, κουρέλι, ράκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pannus «πανί»].
Dictionary of Greek. 2013.